give up



  • WordReference
  • Definition
  • Synonyms
  • English Collocations
  • English Usage
Σε αυτή τη σελίδα: give up, give-up

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Κύριες μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
give [sth] up,
give up doing [sth]
vtr phrasal sep
(stop trying)εγκαταλείπω ρ μ
  (καθομιλουμένη)παρατώ ρ μ
 I gave up trying to get them to believe me.
 Εγκατέλειψα την προσπάθεια να τους κάνω να πιστέψουν σε μένα.
give [sth] up,
give up doing [sth]
vtr phrasal sep
UK (habit, addiction: quit)εγκαταλείπω, κόβω ρ μ
  (καθομιλουμένη)παρατώ ρ μ
 It'll be hard, but I'm going to try giving up chocolate for Lent.
 Θα είναι δύσκολο, αλλά θα προσπαθήσω να κόψω τη σοκολάτα τη Σαρακοστή.
give up vi phrasal (surrender)εγκαταλείπω, παραδίνομαι ρ μ
  (καθομιλουμένη)παρατώ ρ μ
 I give up - you're far better than me at this game!
 Εγκαταλείπω (or: παραδίνομαι). Είσαι πολύ καλύτερος από μένα σ' αυτό το παιχνίδι.
give up vi phrasal informal (stop guessing) (καθομιλουμένη)να το πάρει το ποτάμι έκφρ
  πάω πάσο έκφρ
 OK, I give up. What's the answer?
 Οκ, να το πάρει το ποτάμι. Ποιά είναι η απάντηση;
 Οκ, πάω πάσο. Ποιά είναι η απάντηση;
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Κύριες μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
give-up n ([sth] conceded)παραχώρηση ουσ θηλ
  κτ που παραχωρείται περίφρ
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Phrasal verbs
give up | give-up
ΑγγλικάΕλληνικά
give up on [sb] vi phrasal + prep (abandon: [sb])εγκαταλείπω, αφήνω ρ μ
 Don't give up on me! I just need a little more encouragement.
 Μη με εγκαταλείπεις! Απλά χρειάζομαι λίγη παραπάνω ενθάρρυνση.
give up on [sth] vi phrasal + prep (abandon: a cause)εγκαταλείπω, παρατάω ρ μ
 You should never give up on your dreams.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Σύνθετοι τύποι:
give up | give-up
ΑγγλικάΕλληνικά
give up hope v expr (be pessimistic)απελπίζομαι ρ αμ
 When looking for a job, the key is not to give up hope.
give up hope of [sth] v expr (be resigned)παραιτούμαι ρ αμ
  (καθομιλουμένη)τα παρατάω έκφρ
 The team never gave up hope of victory.
give up hope of doing [sth] v expr (be resigned)χάνω κάθε ελπίδα να κάνω κτ έκφρ
 The couple had given up hope of having a child.
give up on doing [sth] v expr (abandon: an effort) (να κάνω κτ)σταματάω, σταματώ ρ μ
  εγκαταλείπω την προσπάθεια περίφρ
 I gave up on trying to find a good example.
 Σταμάτησα να προσπαθώ να βρω ένα καλό παράδειγμα.
give up the ghost v expr (die)πεθαίνω ρ αμ
  (ευφημισμός)αφήνω τον μάταιο τούτο κόσμο έκφρ
give up the ghost v expr figurative (stop functioning)παραδίδω πνεύμα έκφρ
 My old printer has finally given up the ghost.
not give up v expr (persevere)δεν τα παρατάω, δεν εγκαταλείπω περίφρ
 John got tired in the middle of the race, but he did not give up.
quit smoking (US),
give up smoking,
stop smoking (UK)
v expr
(give up cigarettes)κόβω το κάπνισμα, σταματάω το κάπνισμα έκφρ
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.
Ο όρος 'give up' βρέθηκε επίσης στις εγγραφές:
Στην αγγλική περιγραφή:

Συζητήσεις του φόρουμ με τη λέξη/φράση give up στον τίτλο:

  • Go to Preferences page and choose from different actions for taps or mouse clicks.
Δείτε την αυτόματη μετάφραση του Google Translate για τον όρο «give up».

Σε άλλες γλώσσες Ισπανικά | Γαλλικά | Ιταλικά | Πορτογαλικά | Ρουμανικά | Γερμανικά | Ολλανδικά | Σουηδικά | Ρωσικά | Πολωνικά | Τσέχικα | Τούρκικα | Κινέζικα | Ιαπωνικά | Κορεατικά | Αραβικά

Advertisements
Advertisements
Αναφορά ακατάλληλης διαφήμισης
WordReference.com
WORD OF THE DAY
GET THE DAILY EMAIL!